κόρη

κόρη
κόρη, , orig. [full] κόρϝα (v. infr. B), with [suff] κόρ-η even in [dialect] Att. Prose and Trag. dialogue; [dialect] Dor. and [dialect] Aeol. [full] κόρα, Ar.Lys.1308 (lyr.), Alc.14, also Trag. in lyr. as A.Supp.145, S.OT508, E.Tr.561, and in the pr. n.: [full] κούρα Pi.O.13.65, and twice in Trag. (in lyr.), v. infr. 1.3: [dialect] Ion. [full] κούρη, as always in Hom. (κόρη first in h.Cer.439): [dialect] Dor. also [full] κώρα Theoc.6.36, also [dialect] Boeot., Corinn.Supp.1.48, 2.60 (but
A

κόρα IG7.71012

, Ar.Ach.883, cf. κορικός, κόριλλα):—fem.of κόρος, κοῦρος.
1 girl,

ἠΰτε κούρη νηπίη ἥ θ' ἅμα μητρὶ θέουσ' ἀνελέσθαι ἀνώγει Il.16.7

;

μήτε παῖδα μήτε κόραν Schwyzer 324.12

(Delph., iv B. C.);

ἔτεκε κόραν IG42

(1).121.22 (Epid.); with reference to virginity, maiden,

κόρην . . οὐκέτ', ἀλλ' ἐζευγμένην S.Tr.536

;

παῖς κ. Ar.Lys.595

, D.21.79 codd.;

παρθενικὴ κ. E.Epigr.2

;

ἀδελφὴ κ. Th.6.56

;

ἀνεδέξαντο τὰς κόρας πέμψειν ἐν Ἴλιον Schwyzer 366

A2 (Tolophon, iii B. C.); of Nymphs, Pi.P.3.78; ἐνάλιοι κ. sea-nymphs, Ar.Th.325 (lyr.): Com., πρέσβειρα πεντήκοντα Κωπᾴδων κορᾶν, of eels, Id.Ach.883; τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κ., i.e. ἀφύη, Eub.75.4; of maiden-goddesses, however old, as the Eumenides, A.Eu.68, S.OC127 (lyr.); the Phorcids, A.Pr.794; the Sphinx, S.OT508 (lyr.); the Fates, Pl.R.617d.
2 of a bride, Od.18.279; young wife, Il.6.247, E.Or.1438 (lyr.), Hdn.3.10.8; or concubine, as Briseis, Il.1.98, 337, 2.689; καταχύσματα . . κατάχει τοῦ νυμφίου καὶ τῆς κ. the bride, Theopomp.Com.14; of a ἑταίρα, AP5.4 (Stat.Flacc.), 219 (Agath.).
3 with gen. of a pr. n. added, daughter,

νύμφαι κοῦραι Διός Il.6.420

, cf. Sapph.65, E.Hel.168 (lyr.), Andr.897, etc.; κ. Διός, of Athene, A.Eu.415; Λητῴα κόρη, of Artemis, Id.Fr.170, S.El.570; κ. Ἰναχεία, κ. Θεστιάς, A.Pr.589, E.Hel.133; Γῆς τε καὶ Σκότου κόραι, i.e. the Furies, S.OC40; in Thess. Prose, Αἰσχυλὶς Σατύροι (gen.)

κόρα IG9(2).1035

([place name] Gyrton): without gen., Berl.Sitzb. 1927.7 ([dialect] Locr., V B.C.): in voc., κούρα my daughter,
A.Th.148, S.OC 180 (both lyr.);

κόραι Ar.Pax119

.
4 metaph., of a colony,

Κύμης κ. Hom.Epigr.1.2

; of newly-launched ships, Lyc.24.
II puppet, doll, as a child's plaything, Hyp.Fr.199 (v. infr. v), D.Chr.31.153; small votive image, Pl.Phdr.230b.
III pupil of the eye, because a little image appears therein (v. Pl.Alc.1.133a),

κύκλοπα κούρην Emp.84.8

, cf. S.Fr.710, E.Hec.972, al., Ar.V.7, Hp.Prorrh.2.20, Gal.UP10.4, Ruf.Onom.23;

αἱ καλούμεναι κ. IG42(1).122.67

(Epid., iv B. C.); K. κόσμου, title of Hermetic tract, Stob.1.49.44 tit.
IV long sleeve reaching over the hand, X.HG2.1.8.
V the Attic drachma, because it bore a head of Athena, misinterpr. of Hyp.l.c. ap. Poll.9.74.
VI = ὑπέρεικον, Hp. ap. Gal.19.113.
VII Archit., female figures as supports, Caryatids,

τοὺς λίθους . . τοὺς ἐπὶ τῶν κορῶν IG12.372.86

([place name] Erechtheum).
B [full] Κόρη, [dialect] Dor. [full] Κόρα (Cret. [full] Κώρα GDI5047), [dialect] Ion. [full] Κούρη, Arc.(?) [full] Κόρϝα IG5(2).554 (provenance unknown), :—the Daughter (of Demeter), Persephone, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κόρῃ (v.l. Κούρῃ) Hdt.8.65;

ναὶ τὰν Κόραν Ar.V.1438

; Δημήτηρ καὶ K. Id.Th.298, X.HG6.3.6, IG2.1217, etc.;

τῆς Κόρης ἁρπασθείσης Isoc.4.28

: less freq. K.

Δήμητρος E.Alc.358

, cf. Ar.Ra.337; K.

τὴν Διὸς καὶ Δήμητρος Isoc.10.20

.
II Δηοῦς κ., in Com., = flour, Antiph.52.9; so

μεμαγμένη Δήμητρος κ. Eub.75.10

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόρη — girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) κόρις bug masc nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) κορέω satiate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κορέω satiate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρῃ — κόρη girl fem dat sg (attic epic ionic) κόρηι , κόρις bug masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • κόρη — η 1. κορίτσι, κοπέλα. 2. άγαμη γυναίκα. 3. το στρογγυλό άνοιγμα της ίριδας του ματιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορῇ — κορέννυμι satiate fut ind mid 2nd sg (epic) κορέω satiate pres subj mp 2nd sg κορέω satiate pres ind mp 2nd sg κορέω satiate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρη — Κόρα fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρῃ — Κόρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

  • Φρονίμη — Κόρη του βασιλιά Ετέαρχου στον Αξό της Κρήτης. Ο Ετέαρχος έβαλε τον φίλο του έμπορο Θεμίσωνα, από τη Θήρα, να του ορκιστεί πως θα εκτελούσε οποιαδήποτε επιθυμία του. Έπειτα του ζήτησε να πάρει την κόρη του, που την είχε συκοφαντήσει στον πατέρα… …   Dictionary of Greek

  • Χατσεψούτ — Κόρη του φαραώ Tούθμωση A’, που βασίλεψε στην Αίγυπτο ως φαραώ (18η δυναστεία). Ο Tούθμωσης B’, γιος του Tούθμωση A’ όχι από την επίσημη σύζυγό του, νομιμοποίησε την εξουσία του με τον γάμο τον οποίον έκανε με τη X., κόρη της επίσημης συζύγου του …   Dictionary of Greek

  • κόραι — κόρη girl fem nom/voc pl (attic) κόρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”